πολύαρχος

πολύαρχος
-ον, Α
1. αυτός που κυβερνά πολλούς, που διοικεί πολλούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύαρχον
πολυαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πολύαρχος — ruling over many masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύαρχος — ruling over many masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύαρχον — πολύαρχος ruling over many masc/fem acc sg πολύαρχος ruling over many neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυάρχου — Πολύαρχος ruling over many masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάρχου — πολύαρχος ruling over many masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυάρχῳ — Πολύαρχος ruling over many masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάρχῳ — πολύαρχος ruling over many masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύαρχα — πολύαρχος ruling over many neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολύαρχον — Πολύαρχος ruling over many masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”